Την 1η Ιανουαρίου 1999 η αντίστροφη μέτρηση άρχισε, οι 328 Έλληνες Συγκοινωνιολόγοι και ο Σύλλογός μας ετοιμάζονται να ξεκινήσουν τη νέα χιλιετία κλείνοντας 25ετή παρουσία στο συγκοινωνιακό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που μεταμορφώθηκε συγκοινωνιακά την εικοσιπενταετία αυτή με έντονη την σφραγίδα των Συγκοινωνιολόγων επάνω της. Η επιστημονική προσέγγιση κέρδισε σημαντικό έδαφος απέναντι στην εμπειρική επιπολαιότητα και οι Έλληνες Συγκοινωνιολόγοι κατάφεραν να εισάγουν με επιτυχία αρκετές διεθνώς επιτυχημένες συγκοινωνιακές τάσεις.
Το υψηλό επίπεδο των Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων αποδεικνύει όχι μόνο η έντονη παρουσία τους στα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα αλλά και η καθοριστικής σημασίας συμμετοχή τους σε συνεχώς περισσότερους φορείς του τομέα στην Ελλάδα. Οι κυκλοφοριακές μελέτες Δήμων αποτελούν πλέον προδιαγραφή, δεν υπάρχουν πια Υπουργοί Μεταφορών και Δημοσίων Έργων που δεν συμβουλεύονται τους Συγκοινωνιολόγους, ενώ αυξάνεται παντού η ζήτηση για συγκοινωνιακά τεκμηριωμένες λύσεις. Σήμερα, όλα ανεξαιρέτως τα μεγάλα έργα υποδομής στον τομέα των μεταφορών στη χώρα μας κρύβουν και κάποια ομάδα Συγκοινωνιολόγων από πίσω τους κάνοντας το Σύλλογό μας περισσότερο περήφανο.
Η μικρή παρέα των Συγκοινωνιολόγων με τους μονοψήφιους αριθμούς μητρώου του Δοκουμετζίδη (6), του Φραντζεσκάκη (20), του Γιαννόπουλου (4) και του Ηλιόπουλου (9) που εισήγαγε και καθιέρωσε το ρόλο του Συγκοινωνιολόγου στην Ελλάδα, άνοιξε το δρόμο στη γενιά των Συγκοινωνιολόγων με διψήφιο αριθμό μητρώου του Αργυράκου (51), του Γκόλια (71), του Ευμολπίδη (38) και της Κουτρουμπά (76) που αγωνίστηκαν και κατάφεραν να καθιερώσουν τις συγκοινωνιακές αρχές στο σχεδιασμό και τη διαχείριση των συγκοινωνιακών συστημάτων στην Ελλάδα.
Στο κατώφλι της νέας χιλιετίας, το βάρος για τους Συγκοινωνιολόγους με τον τριψήφιο αριθμό μητρώου, τους Συγκοινωνιολόγους “τρίτης γενιάς”, είναι μεγάλο αφού καλούνται με τη σειρά τους να απαντήσουν στις προκλήσεις της εποχής και να αγωνιστούν για να καθιερώσουν την εφαρμογή των συγκοινωνιακών μέτρων και παρεμβάσεων. Οι Συγκοινωνιολόγοι “τρίτης γενιάς” βρίσκονται ήδη σε ξεχωριστές θέσεις του τομέα, όπως ο Παπαδημητρίου (162), ο Μουρμούρης (150), ο Χρυσουλάκης (157) και ο Ψαραύτης (172) κάνοντας όλους τους Συγκοινωνιολόγους περήφανους, όπως άλλωστε μας έκανε πρόσφατα περήφανους και ο Βούγιας (52) στη Θεσσαλονίκη.
Οι Συγκοινωνιολόγοι του 2000, κάθε γενιάς και αριθμού μητρώου, δεν μπορούν πλέον να επικαλούνται τη γνωστή πανάκεια “μα εμείς τα είπαμε αλλά οι πολιτικοί δεν τα εφαρμόζουν” όχι μόνο επειδή οι Συγκοινωνιολόγοι βρίσκονται συχνότατα εντός των κέντρων λήψης αποφάσεων αλλά και επειδή δεν κατάφεραν να πείσουν όπως όφειλαν τους πολιτικούς. Η στιγμή είναι κατάλληλη να επεξεργαστούμε σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια την εφαρμογή των συγκοινωνιακών αρχών και προτάσεών μας και να κάνουμε εφικτή την μεταμόρφωση όχι μόνο της συγκοινωνιακής υποδομής στην Ελλάδα αλλά και την ποιότητα της ζωής στις πόλεις και την ύπαιθρο της χώρας.
Ο ρόλος των Συγκοινωνιολόγων του 2000 όμως δεν είναι τόσο εύκολος, αφού τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών απαιτούν μία μεγάλη προσπάθεια για την αναστροφή των σημερινών κυρίαρχων αρνητικών φαινομένων στους περισσότερους τομείς των συγκοινωνιών της χώρας. Οι Συγκοινωνιολόγοι του 2000 πρέπει να πείσουν τους πολιτικούς να εφαρμόσουν τις συγκοινωνιακές προτάσεις τους και για να το καταφέρουν αυτό πρέπει να πρώτα να πείσουν τον εργοδότη των πολιτικών: τον ψηφοφόρο, το επιβατικό κοινό, τους οδηγούς, τους πεζούς και τους εργαζόμενους στις συγκοινωνίες. Πρέπει να έλθουν με συγκεκριμένες προτάσεις εφαρμογής που εκτός από τις μακρινές ωφέλειες θα περιέχουν και άμεσα χειροπιαστά κέρδη για τον κάθε χρήστη της συγκοινωνιακής υποδομής και μάλιστα με το ελάχιστο κόστος.
Οι Συγκοινωνιολόγοι του 2000 πρέπει να αγωνιστούν να πείσουν τους τελικούς χρήστες των μεταφορικών συστημάτων ότι οι λύσεις που προτείνουν αποτελούν την μοναδική διέξοδο στα συσσωρευόμενα προβλήματα και για να το πετύχουν αυτό πρέπει να τελειοποιήσουν τις προτάσεις εφαρμογής των λύσεων τους. Ο ΣΕΣ οφείλει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αναβάθμιση του συστήματος μεταφορών στις πόλεις και την ύπαιθρο της χώρας με τη συνεχή παρέμβαση του και τη δημοσιοποίηση καλά επεξεργασμένων λύσεων που θα μιλούν στην καρδιά των πολιτών. Η εμπειρία των Δημοτικών Εκλογών στη Θεσσαλονίκη κατέδειξε ότι όταν η φωνή του Συγκοινωνιολόγου αρθρωθεί σωστά και καταφέρει να φτάσει στο λαό τότε είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει.
Ταυτόχρονα, οι Συγκοινωνιολόγοι του 2000 έχουν χρέος απέναντι στην Ελληνική κοινωνία να απεμπλακούν από τα κατατεμαχισμένα κατασκευάσματα αρμοδιοτήτων που έχουν καθηλώσει για δεκαετίες κάθε προσπάθεια εκλογικευμένης ανάπτυξης του συστήματος μεταφορών και της αντίστοιχης ποιότητας ζωής. Οφείλουν να βρουν διέξοδο από το σημερινό φεουδαρχικά κατακερματισμένο πλαίσιο αρμοδιοτήτων υποστηρίζοντας συγκεκριμένες λύσεις με βάση τις συγκοινωνιακές αρχές και όχι τις ευκαιριακές σκοπιμότητες των διαφόρων φορέων στους οποίους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Οι Συγκοινωνιολόγοι του 2000 οφείλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των συναδέλφων τους στην Ευρώπη και να αγωνιστούν ενάντια στην παράλογη εξάπλωση της χρήσης των ΙΧ στα κέντρα των πόλεων και δεν πρέπει να επιτρέψουν καμία αναβάθμιση αστικού οδικού δικτύου πριν την ολοκλήρωση της αντίστοιχης αναβάθμισης των δημόσιων συγκοινωνιών και της διαχείρισης του δικτύου. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να αγωνιστούν τόσο για την ολοκλήρωση ενός εθνικού και επαρχιακού οδικού δικτύου υψηλών προδιαγραφών όπου η αποτελεσματικότητα θα συμπορεύεται αρμονικά με την ασφάλεια των μετακινήσεων, όσο και για την λειτουργία ενός σιδηροδρομικού συστήματος που θα μπορεί να προσφέρει υψηλό επίπεδο υπηρεσιών στους Έλληνες πολίτες κάνοντάς τους να μην αισθάνονται ότι υπολείπονται των άλλων Ευρωπαίων πολιτών.
Οι Συγκοινωνιολόγοι “τρίτης γενιάς” οφείλουν να προτείνουν καλά επεξεργασμένες λύσεις που θα κάνουν πράξη τη βελτιστοποίηση του τρίπτυχου ασφάλεια – αποτελεσματικότητα – περιβάλλον τόσο σε επίπεδο γενικού σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο εφαρμογής μικροκλίμακας. Οι Συγκοινωνιολόγοι οφείλουν να μην κρύβουν από τους χρήστες του συστήματος μεταφορών ότι οποιαδήποτε νέα υποδομή πρέπει να συνδυάζεται με κατάλληλα μέτρα διαχείρισης του συνολικού συστήματος μεταφορών διότι διαφορετικά το κύριο αποτέλεσμα από τις τεράστιες επενδύσεις στη συγκοινωνιακή υποδομή είναι περισσότεροι νεκροί στους δρόμους, περισσότερη ρύπανση και μακροπρόθεσμα μεγαλύτερες καθυστερήσεις και υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής.
Η καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας, η διαθεσιμότητα Κοινοτικών πόρων και η προοπτική της Ολυμπιάδας του 2004 αποτελούν μια ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία για δραστικές βελτιώσεις στην συγκοινωνιακή υποδομή της χώρας μας, μια συγκυρία που οι Συγκοινωνιολόγοι του 2000, οι Συγκοινωνιολόγοι “τρίτης γενιάς”, οφείλουν να εκμεταλλευτούν για ν’ αφήσουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στην νέα ποιότητα ζωής της Ελλάδας του 2000. Μια σφραγίδα που θα κάνει περήφανους τους Συγκοινωνιολόγους “τέταρτης γενιάς” με τετραψήφιο αριθμό μητρώου.
Leave A Comment